- ἠδελφισμένος
- ἀδελφίζωadopt as a brotherperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδελφισμένως — ἠδελφισμένως (Α) επίρρ. 1. με αδελφική ομοιότητα 2. μτφ. ομοίως, ακριβώς, με όμοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. ηδελφισμένος τού αδελφίζω*] … Dictionary of Greek